παρανοία — παρανοίᾱ , παράνοια derangement fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανοίᾳ — παρανοίᾱͅ , παράνοια derangement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνοια — derangement fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… … Dictionary of Greek
παρανοίας — παρανοίᾱς , παράνοια derangement fem acc pl παρανοίᾱς , παράνοια derangement fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Паранойя — (Παρανοια). По этимологическому значению это слово соответствует понятию об извращении ума, и оно употреблялось давно для обозначения известных форм душевного расстройства. С начала 80 х годов установилось его употребление для весьма характерной… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
παρανοιῶν — παράνοια derangement fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανοίαις — παράνοια derangement fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνοιαι — παράνοια derangement fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνοιαν — παράνοια derangement fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)